- σεμνοπρεπής
- -ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, -η, -ο, Νο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά τουαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπέςη σεμνοπρέπεια.επίρρ...σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑμε ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη σεβάσμιος ἐφαίνετο», Ηρωδιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρεπής / -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.